-
1 διαβλεπω
1) пристально смотреть, всматриваться, разглядывать(εἴς и πρός τινα, ἀλύπως τι Plut.)
διαβλέψας (v. l. διαβλεψάμενος) ἔφη Plat. — обведя (нас) взглядом, он сказал2) отчетливо видеть(πάμπαν διαβλέποντες Arst.)
1 διαβλεπω
(εἴς и πρός τινα, ἀλύπως τι Plut.)
(πάμπαν διαβλέποντες Arst.)